- ραθυμία
- ηοκνηρία, νωθρότητα: Στο χωριό μιλούσαν όλοι για τη ραθυμία της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ῥαθυμία — ῥαθυμίᾱ , ῥαθυμία easiness of temper fem nom/voc/acc dual ῥαθυμίᾱ , ῥαθυμία easiness of temper fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίᾳ — ῥαθυμίᾱͅ , ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραθυμία — η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α [ράθυμος] η ιδιότητα ή η κατάσταση τού ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλεια νεοελλ. 1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη 2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιά αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek
ῥᾳθυμία — ῥᾳθῡμίᾱ , ῥᾳθυμία fem nom/voc/acc dual ῥᾳθῡμίᾱ , ῥᾳθυμία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳθυμίᾳ — ῥᾳθῡμίαι , ῥᾳθυμία fem nom/voc pl ῥᾳθῡμίᾱͅ , ῥᾳθυμία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίας — ῥαθυμίᾱς , ῥαθυμία easiness of temper fem acc pl ῥαθυμίᾱς , ῥαθυμία easiness of temper fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίαι — ῥαθυμίᾱͅ , ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίαν — ῥαθυμίᾱν , ῥαθυμία easiness of temper fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίαις — ῥαθυμία easiness of temper fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίῃ — ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)